στορέας

στορέας
ο / στορεύς, -έως, ΝΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. μεταλλικό εσωτερικό περίβλημα οφθαλμού ή εξωτερικό στύλου για προστασία τους από την τριβή αλυσίδας ή συρματόσχοινου
2. τεχνολ. σωληνοειδές περίβλημα, ελαστικό ή άκαμπτο, με το οποίο μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους τα άκρα δύο αξόνων
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) «στορεύς
γαληνοποιός»
β) «τὸ ἀντὶ τοῡ σιδήρου τρύπανον ἐμβαλλόμενον ξύλον ράμνου ἤ δάφνης»
2. υλικό που τοποθετείται κάτω από άλλο, ώστε να ανάψει φωτιά («πυρήϊα γὰρ ταῡτά φησι τὰ προστριβόμενα ἀλλήλοις πρὸς τὸ πῡρ ἐγγενᾱν
ὧν τὸ μέν ἐστιν ὕπτιον, ὅ καλεῑται στορεύς», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. θ. στορ- τού στόρνυμι* + επίθημα -εύς πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *στόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στορεύς — έως, ὁ, Α βλ. στορέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”